μητριά

Greek Monolingual

η (ΑΜ μητρυιά, Α δωρ. τ. ματρυιά, ιων. τ. μητρυιή, αιολ. τ. ματροία, Μ μητριά και μητρία και μητριγιά)
η δεύτερη σύζυγος του πατέρα σε σχέση με τα παιδιά της πρώτης συζύγου, θετή μητέρα
νεοελλ.
μτφ. σκληρή και άστοργη μητέρα («αυτή είναι μητριά για τα παιδιά της»)
αρχ.
μτφ. δυσμενείς ή επικίνδυνες περιστάσεις λόγω της παροιμιώδους δυστροπίας και σκληρότητας τών μητριών («ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μη- του μήτηρ, αρχαϊκός τ. που ανάγεται πιθ. στην Ινδοευρωπαϊκή και συνδέεται με αρμ. mawru, γεν. mawrui «μητριά, πεθερά». 'Εχει διατυπωθεί και η άποψη ότι το θ. μητρυ- με -υ- οφείλεται σε αναλογική επίδραση του ονόματος της πεθεράς (πρβλ. λατ. socrus «πεθερός» και πιθ. ἑκυρός «πεθερός»)].