μιλιοδείκτης

Greek Monolingual

ο
κιονίσκος κατά μήκος τών δρόμων για ένδειξη τών αποστάσεων σε μίλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλι + δείκτης (< δείχνω), πρβλ. ωροδείκτης.