μίλι

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

το (ΑΜ μίλιον, Α και μείλιον, Μ και μίλιν)
μονάδα μήκους μεγάλων αποστάσεων διαφορετική κατά χώρες και εποχές (α. «αγγλικό μίλι» — αγγλοσαξονική μονάδα αποστάσεων, που υποδιαιρείται σε 1.760 γιάρδες ή 5.280 πόδια και ισούται με 1609,344 μέτρα
β. «ρωμαϊκό[ν] μίλι[ον]» — μονάδα μήκους που ήταν ισοδύναμη με 1.620 γιάρδες ή 1.482 μέτρα
γ. «διεθνές ναυτικό μίλι» — μονάδα μέτρησης αποστάσεων στη θάλασσα που ισούται με 1.852 μέτρα
δ. «βυζαντινό μίλι[ον]» — μονάδα μήκους που ισοδυναμούσε με 1.800 βήματα)
νεοελλ.
μεγάλη απόσταση σε χερσαία ή υδάτινη επιφάνεια η οποία δεν προσδιορίζεται ακριβώς
μσν.-αρχ.
μικρό νόμισμα ευτελούς αξίας
αρχ.
μιλιοδείκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μίλιν < μίλιον < λατ. millia/mille «χίλιοι, χίλια»].