μοιχοκτόνος
German (Pape)
[Seite 199] den Ehebrecher tödtend, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
μοιχοκτόνος: ὁ, ἡ, ὁ κτείνων, φονεύων μοιχόν, Γρηγ. Ναζ. τ. 2. σ. 54Β.
Greek Monolingual
μοιχοκτόνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φονεύει μοιχό ή μοιχαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος, πατροκτόνος.