μονόγνωμος

Greek Monolingual

και μόγνωμος, -η, -ο
αυτός που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον άλλο, ομόγνωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -γνωμος (< γνώμη), πρβλ. πολύγνωμος].