πολύγνωμος
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύγνωμος, -ον ΝΜΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει πολλές γνώμες
2. αυτός που έχει πολλές και διαφορετικές γνώμες πάνω σε ένα θέμα και δεν μπορεί να αποφασίσει, αναποφάσιστος («πάρε μια απόφαση, μην είσαι πολύγνωμος»)
αρχ.
πολυγνώμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γνωμος (< γνώμη < θ. γνω- του γιγνώσκω), πρβλ. διχό-γνωμος, ευθύ-γνωμος].