μοσχοφάγος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, eating calves, Διόνυσος Sch.Ar.Ra.360; οἱ M., name of a tribe, Peripl.M. Rubr.2,3.

German (Pape)

[Seite 210] Kälber, Kalbfleisch essend, Schol. Ar. Ran. 360.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχοφάγος: -ον, ὁ τρώγων μόσχους, δηλ. μόσχειον κρέας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 357.

Greek Monolingual

μοσχοφάγος, -ον (Α)
1. αυτός που τρώει μοσχαρήσιο κρέας
2. το αρσ. ως ουσ. οἱ Μοσχοφάγοι
ονομασία φυλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ., -φαγ-ον, αόρ. β' του εσθίω), πρβλ. ιπποφάγος, καπροφάγος.