καπροφάγος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
[φᾰ], ον, eating boar's flesh, epithet of Artemis at Samos, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1324] Eber essend, heißt die Artemis in Samos nach Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
καπροφάγος: ᾰ, «Ἄρτεμις ἐν Σάμῳ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καπροφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει κάπρους, αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω), πρβλ. σαρκοφάγος, χορτοφάγος.