το μουσκεύω1. το να μουσκεύει κάποιος κάτι, βρέξιμο, διαπότιση, διαβροχή2. φρ. α) «είμαι μούσκεμα» ή «γίνομαι μούσκεμα» — βρέχομαι πάρα πολύ, μουσκεύομαιβ) «τά κάνω μούσκεμα» — αποτυγχάνω, τά θαλασσώνω.