μούσκεμα

Greek Monolingual

το μουσκεύω
1. το να μουσκεύει κάποιος κάτι, βρέξιμο, διαπότιση, διαβροχή
2. φρ. α) «είμαι μούσκεμα» ή «γίνομαι μούσκεμα» — βρέχομαι πάρα πολύ, μουσκεύομαι
β) «τά κάνω μούσκεμα» — αποτυγχάνω, τά θαλασσώνω.