μπάλωμα
Greek Monolingual
το (Μ μπάλωμα και ἐμπάλωμα και ἐμπάλωμαν και πάλωμα) μπαλώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μπαλώνω, επιδιόρθωση φθαρμένου ενδύματος ή υποδήματος με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ύφασμα ή δέρμα
2. μτφ. μεγάλη κηλίδα χρώματος
νεοελλ.
1. τεμάχιο υφάσματος ή δέρματος που ράβεται ή επικολλάται σε φθαρμένο ένδυμα ή υπόδημα («βάλε στο σακάκι ένα μπάλωμα για να μη φαίνεται η τρύπα»)
2. μτφ. πρόχειρη λύση, διευθέτηση ή δικαιολογία («με τέτοιου είδους μπαλώματα δεν καλυτερεύει η κατάσταση»)
3. παροιμ. α) «δέξου γούνα ράμματα και σακί μπαλώματα» — λέγεται για εκείνους που έχουν περιέλθει σε οικονομικό αδιέξοδο
β) «το μπάλωμα χειρότερο απ' την τρύπα» — λέγεται για κακές και ανεπιτυχείς επιδιορθώσεις ή επανορθώσεις.