και εμπασιά, η1. το μέρος από όπου μπαίνει κανείς κάπου, είσοδος2. στενωπός που επιτρέπει τη διάβαση3. πλημμύρα, παλίρροια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβασία < ἔμβασις (< ἐμβαίνω, απ' όπου και το ρ. μπαίνω)].