μπετόν
Greek Monolingual
και μπετό, το
άκλ.
1. δομικό υλικό από τσιμέντο, αμμοχάλικο και νερό, το σκυρόδεμα
2. μτφ. α) (για πρόσωπα) σκληρός, αλύγιστος
β) (για πράγματα) καθετί το ανθεκτικό
3. φρ. «μπετόν αρμέ» — σιδηροπαγές σκυρόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. beton < λατ. bitumen «άσφαλτος» < pix «πίσσα» + tumens «οίδημα, φούσκωμα»].