Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μπουρέκι
Greek Monolingual
το (Μ [μ]πουρέκι[ον]) νεοελλ. 1.γλύκισμα με φύλλα ζύμης και γέμιση κρέμας 2.φαγητό με φύλλα ζύμης, γεμιστά με τυρί, κρέας και χόρτα μσν. είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ.< τουρκ. borek].