μπόρα
Greek Monolingual
η
1. αιφνιδιαστική και ραγδαία βροχή μικρής διάρκειας
2. (κατ' επέκτ.) καταιγίδα, θύελλα
3. ψυχρός και πολύ σφοδρός άνεμος που ξεσπά απότομα στο Αδριατικό Πέλαγος
4. μτφ. μεγάλη, ξαφνική συμφορά, αιφνίδιο και μεγάλο κακό («μάς βρήκε μεγάλη μπόρα με τη χρεωκοπία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. bora < λατ. boreas < Βορέας.