μυλήφατος
English (LSJ)
μυλήφατον, (θείνω) bruised in a mill, εἴκοσι… μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Od. 2.355, cf. A.R.1.1073, Lyc.578.
German (Pape)
[Seite 217] (φάω, πέφαμαι), von der Mühle zermalmt, zermahlen; ἄλφιτον, Od. 2, 355; Ap. Rh. 1, 1073; vgl. Plut. Qu. Rom. 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
écrasé par la meule.
Étymologie: μύλη, πέφνειν.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
μῠλήφᾰτος: -ον, (φένω, πέφαμαι) μυλότριπτος, ἀληλεσμένος, εἴκοσι... μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Ὀδ. Β. 355, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1073, Λυκόφρ. 578.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
μυλήφατος, -ον (ΑΜ)
αλεσμένος στον μύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -φατος (< θείνω «φονεύω» — για την εναλλαγή θ- / φ
βλ. λ. θείνω), πρβλ. αρηΐφατος, δουρίφατος].
Greek Monotonic
μῠλήφᾰτος: -ον (πέφαμαι), Παθ. παρακ. του *φένω), αλεσμένος σε μύλο, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
μῠλή-φᾰτος, ον [πέφαμαι, perf. pass. of *φένω
bruised in a mill, Od.