μυλλός
English (LSJ)
(A), ή, όν, awry, crooked, Hsch. (parox.); squint-eyed, Eust.906.54II. καὶ παροιμία ἐπὶ τῶν ἀκουόντων καὶ ‹κωφότητα› προσποιουμένων, ἔστι δὲ καὶ κωμῳδιῶν ποιητὴς οὕτω καλούμενος Hsch.(B), ὁ, cake in the shape of pudenda muliebria, Heraclid. Syrac. ap. Ath.14.647a.
German (Pape)
[Seite 217] mit verzerrten Lippen, verrenkten Kinnbacken, übh. verzogen, verrenkt, VLL., Eust. 906, 54. ὁ, sicilisch, die weibliche Scham, Ath. XIV, 647 a.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
aux lèvres tombantes ou épaisses.
Étymologie: μύλλα.
2οῦ (ὁ) :
sorte de gâteau au sésame et au miel.
Étymologie: mot sicilien.
3οῦ (ὁ) :
pudenda muliebria.
Étymologie: μυλλός².
Greek (Liddell-Scott)
μυλλός: -όν, «μυλλόν· καμπύλον, σκολίον, κυλλόν. στρεβλὸν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
μυλλός, -ή, -όν (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «μυλλόν
καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν»
2. (κατά τον Ευστ.) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυλλῶ ή μυλλαίνω (< μύλλον «χείλος»), παρά το ότι η σημ. της λ. απομακρύνεται αρκετά από τη σημ. «χείλος»].
(II)
μυλλός, ὁ (Α)
είδος πλακούντα που παρασκεύαζαν κατά τα Θεσμοφόρια με σουσάμι και μέλι σε σχήμα γυναικείου εφηβαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μύλλω «συντρίβω, συνουσιάζομαι» (πρβλ. μυλλάς), που συνδέεται πιθ. και με τη λ. μύλλον «χείλος», λόγω της μορφικής συσχέτισης του με το γυναικείο αιδοίο].