μυρμηκῖτις, ἡ (Α)είδος πολύτιμου λίθου που δίνει την εντύπωση έρποντος μυρμηγκιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι», + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. κυαμίτις)].