μύξης
Greek Monolingual
και μυξής, θηλ. μυξού μύξα
1. αυτός από τη μύτη του οποίου τρέχουν συνεχώς μύξες, μυξιάρης
2. (ως ονειδιστική προσφώνηση) ανίκανος, τιποτένιος, μηδαμινός.
και μυξής, θηλ. μυξού μύξα
1. αυτός από τη μύτη του οποίου τρέχουν συνεχώς μύξες, μυξιάρης
2. (ως ονειδιστική προσφώνηση) ανίκανος, τιποτένιος, μηδαμινός.