νάρκωση
Greek Monolingual
η (Α νάρκωσις) ναρκώνω
το αποτέλεσμα του ναρκώνω, η επέλευση της νάρκης, απώλεια της συνείδησης και παύση κάθε κίνησης
νεοελλ.
ιατρ.
1. η ελάττωση της διεγερτικότητας του νευρικού συστήματος ώς την εξασθένηση ή και την πλήρη καταστολή της λειτουργίας του, που προκαλείται με τη χρήση αναισθητικών φαρμάκων και κατά την οποία καταργείται η κεντρική αίσθηση του πόνου, αλλ. γενική αναισθησία
2. φρ. α) «τοπική νάρκωση» — νάρκωση με την οποία προκαλείται τοπική μόνο αναγλησία και η οποία επέρχεται με την επάλειψη, τον ψεκασμό ή την ένεση ορισμένων ουσιών
β) «γενική νάρκωση» — γενική αναισθησία.