νανουρίζω

Greek Monolingual

και ναναρίζω
1. αποκοιμίζω μωρό τραγουδώντας του νανούρισμα, βαυκαλίζω
2. παράγω ήχο βαυκαλιστικό, μονότονο, αποκοιμιστικό («το κύμα... νανουρίζει την απραξία της», Παπαντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναναρίζω, με ανομοιωτική τροπή του -α- σε -ου-), πιθ. κατά τα νιαουρίζω, γουργουρίζω].

Translations

lull to sleep

Bulgarian: успокоявам, приспивам; Chinese Mandarin: 催眠; Czech: ukolébat; Dutch: kalmeren, in slaap wiegen; Finnish: tuudittaa; French: apaiser, bercer, calmer; Galician: arrolar, acalentar; German: beruhigen; Greek: νανουρίζω; Ancient Greek: βαυβαλίζω, βαυκαλάω, βαυκαλίζω; Hungarian: elringat; Ido: dormigar; Italian: fare la ninna nanna, fare addormentare, indurre al sonno, cullare, ninnare; Kabuverdianu: nbala; Maori: whakanā, whakanewha, oriori; Mapudungun: zikukeñen; Old English: swefian; Persian: لالا کردن; Piedmontese: niné; Polish: lulać; Portuguese: embalar; Russian: убаюкивать, убаюкать, успокаивать, успокоить, усыплять, усыпить; Serbo-Croatian: uljuljkan, miran; Spanish: arrullar, adormecer; Swedish: vyssja, lulla, vagga; Thai: กล่อม; Turkish: yatıştırmak