νεμεσήμων
German (Pape)
[Seite 239] ον, unwillig, zornig, μῦθος, θυμός u. ä., Nonn. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
νεμεσήμων: -ον, γεν. -ονος, πλήρης ἀγανακτήσεως, ἐξωργισμένος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 48, κτλ.
Greek Monolingual
νεμεσήμων, -ον (Α)
1. γεμάτος αγανάκτηση, οργίλος, εξοργισμένος
2. αυτός που διεγείρει αγανάκτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεμεσ(σ)ῶ + κατάλ. -ήμων (πρβλ. ελεήμων, νοήμων)].