νερουλάς

Greek Monolingual

ο, θηλ. νερουλού
μεταφορέας και πωλητής νερού, νεροκουβαλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο)- + κατάλ. -ουλάς, που δηλώνει επάγγελμα (πρβλ. αβγουλάς)].