κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
οὐλάς, -άδος, ἡ (Α)1. (ως επίθ., ανώμ. θηλ. του οὖλος) σγουρή, κατσαρή2. ως ουσ. θύλακος, πήρα, σακούλα («οὐλάδεςπῆραι, θύλακοι», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μονάς)].