μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
οὐλάς, -άδος, ἡ (Α)
1. (ως επίθ., ανώμ. θηλ. του οὖλος) σγουρή, κατσαρή
2. ως ουσ. θύλακος, πήρα, σακούλα («οὐλάδες
πῆραι, θύλακοι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μονάς)].