νεφελομετρία

Greek Monolingual

η 1. (βιοχ.) μέθοδος ποσοτικού προσδιορισμού στοιχείων αιωρούμενων σε ένα υγρό με τη μέτρηση της αναδυόμενης από το διάλυμα ακτινοβολίας προς διεύθυνση διαφορετική από τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτινοβολίας
2. (φυσ.-τεχνολ.) μέτρηση της θολότητας ενός υγρού, που οφείλεται στην παρουσία αιωρούμενων σωματιδίων σε λεπτότατο διαμερισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. nephelemetrie (< νεφέλη + -μετρώ < μέτρο)].