νεφρωμένος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για πρόσ.) πολύ υγιής, εύρωστος, δυνατός
2. (για σφάγιο) παχύς, εύσαρκος, σαρκωμένος («νεφρωμένο αρνί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρό + κατάλ. -ωμένος, πρβλ. μυαλωμένος, μπρατσωμένος].