νεόφοιτος

English (LSJ)

νεόφοιτον,
A having just arrived, newcomer, Coluth.390.
II Pass., newly trodden, ἠέρα AP7.699.

German (Pape)

[Seite 245] eben, seit Kurzem herumgehend, auch passiv., eben betreten, erst sp. D., wie Coluth. 383, Tryphiod. 363; Ep. ad. 396 (VII, 699).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 nouvellement arrivé;
2 nouvellement visité.
Étymologie: νέος, φοιτάω.

Russian (Dvoretsky)

νεόφοιτος: недавно посещенный, т. е. свежий (τύμβος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόφοιτος: -ον, ὁ μόλις ἀρξάμενος νὰ περιφέρηται, Κόλουθ. 383. ΙΙ. Παθ., ὁ νεωστὶ πατηθείς, νεοβάδιστος, Ἀνθ. Π. 7. 699.

Greek Monolingual

νεόφοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που πρόσφατα άρχισε να συχνάζει κάπου
2. αυτός που μόλις έφτασε κάπου
3. (με παθ. σημ.) αυτός που πατήθηκε για πρώτη φορά («Ἰκάρου ὦ νεόφοιτον ἐς ἠέρα πωτηθέντος... τύμβε», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. ομόφοιτος].

Greek Monotonic

νεόφοιτος: -ον (φοιτάω), αυτός που άρχισε πρόσφατα να περιφέρεται, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεό-φοιτος, ον, φοιτάω
newly trodden, Anth.