νεώχερμος

English (LSJ)

γῆ νεωστὶ εἰργασμένη, Hsch. (Cf. χερμάζω.)

Greek (Liddell-Scott)

νεώχερμος: ἴδε νεόχερσος.

Greek Monolingual

νεώχερμος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «γῆ νεωστὶ εἰργασμένη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέως, αμάρτυρο επίρρ. του νέος (πρβλ. νεωστί) + χέρμα «λίθος, χαλίκι»].