νησίζω
English (LSJ)
A to be or form an island, Plb.3.42.7, 5.46.9.
II to be peninsular, Peripl.M.Eux.58.
French (Bailly abrégé)
être ou devenir une île.
Étymologie: νησίς.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
νησίζω: образовывать остров (χωρίον νησίζον Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
νησίζω: εἶμαι ὡς νῆσος ἢ σχηματίζω νῆσον, Πολύβ. 3. 42, 7., 5. 46, 9· πρβλ. νησιάζω.
Greek Monolingual
νησίζω (Α) νήσος
1. είμαι νησί, μοιάζω με νησί ή σχηματίζω νησί
2. είμαι χερσόνησος.