και νογάω1. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, νιώθω2. έχω ορισμένη ικανότητα, είμαι επιδέξιος, μπορώ να κάνω κάτι («δε νογάει από αυτά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. νοῶ με ανάπτυξη -γ- (πρβλ. αέρας: αγέρας)].