νογώ

Greek Monolingual

και νογάω
1. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, νιώθω
2. έχω ορισμένη ικανότητα, είμαι επιδέξιος, μπορώ να κάνω κάτι («δε νογάει από αυτά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. νοῶ με ανάπτυξη -γ- (πρβλ. αέρας: αγέρας)].