νομοθεσία
English (LSJ)
ἡ,
A legislation, Pl.R. 427b, Lg.684e: pl., Arist.Rh.1354b2, Wilcken Chr. 6.11 (v A.D.).
II code of laws, Lys.30.35, Com.Adesp.110.2, LXX 2 Ma.6.23, Plu.2.240b.
2 metaph., of the order of nature, Vett. Val.344.1, Luc.Am.22.
3 pl., arbitrary principles, Epicur.Ep.2p.36U.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de donner des lois;
2 code de lois.
Étymologie: νομοθέτης.
Russian (Dvoretsky)
νομοθεσία: ἡ
1 составление законов, законодательство Plat. etc.: ἡ Λυκούργου ν. Polyb. законодательство Ликурга;
2 свод законов, законы, право Lys.
Greek (Liddell-Scott)
νομοθεσία: ἡ, τὸ τιθέναι νόμους, Πλάτ. Πολ. 427Β, Νόμ. 684Ε· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7. ΙΙ. ἄθροισμα νόμων, Λυσ. 186. 35, Κωμ. Ἀνών. 50, Ἑβδ. (Β΄ Μακ. ϛʹ, 23).
English (Strong)
from νομοθέτης; legislation (specially, the institution of the Mosaic code): giving of the law.
English (Thayer)
νομοθεσίας, ἡ (νόμος, τίθημι), law-giving, legislation: Plato, Aristotle, Polybius, Diodorus, Philo, others.)
Greek Monolingual
η (ΑΜ νομοθεσία) νομοθέτης
1. θέσπιση κανόνων δικαίου, θεσμοθεσία
2. το σύνολο τών νόμων που ισχύουν σε ένα κράτος
μσν.
1. ο μωσαϊκός νόμος
2. ο δεκάλογος του Μωυσή και το γεγονός της παράδοσής του από τον θεό («φησὶ γὰρ ὁ κύριος ἐν τῇ τῆς νομοθεσίας ἀρχῇ», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
διάταγμα.
Greek Monotonic
νομοθεσία: ἡ, σύνταξη νόμων από την πολιτεία, νομοθεσία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
νομοθεσία, ἡ,
lawgiving, legislation, Plat. [from νομοθετέω
Chinese
原文音譯:nomoqes⋯a 挪摩-帖西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:律法-安置(著)
字義溯源:立法,律法,制定律法;源自(νομοθέτης)=立法者);由(νόμος)=律法,分出)與(τίθημι)*=處所,設立)組成,其中 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)。參讀 (νόμος)同源字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 律法(1) 羅9:4