Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
νοσοφοβία
Greek Monolingual
η ιατρ. ιδεοληπτική κατάσταση φοβίας έναντι τών νόσων η οποία έχει ως συνέπεια πολλαπλές προφυλάξεις για την αποφυγή ενδεχόμενης μόλυνσης. [ΕΤΥΜΟΛ.<νόσος+φοβία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδαΑκρόπολις].