νουνέχεια

English (LSJ)

ἡ, good sense, discretion, Plb.4.82.3, Andronic.Pass. p.578 M., Stoic.3.64.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prudence, sagesse.
Étymologie: νουνεχής.

German (Pape)

ἡ, das Verstandhaben, die Klugheit, καὶ ἐπιδεξιότης, Pol. 4.82.3, v.l. νουνεχία.

Russian (Dvoretsky)

νουνέχεια:благоразумие, рассудительность (ν. καὶ ἐπιδεξιότης Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

νουνέχεια: ἡ, τὸ ἔχειν νοῦν, φρόνησις, Πολύβ. 4. 82, 3

Greek Monolingual

η (Α νουνέχεια) νουνεχής
σύνεση, φρονιμάδα.

Greek Monotonic

νουνέχεια: ἡ, ιδιότητα νοητικής αντίληψης, σύνεση, σωφροσύνη, σε Πολύβ.

Middle Liddell

νουνέχεια, ἡ,
good sense, discretion, Polyb. [from νουνεχής