ντοσιέ

Greek Monolingual

το
άκλ. μεγάλος σκληρός φάκελος που χρησιμεύει για την ταξινόμηση και φύλαξη εγγράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. dossier < γαλλ. dos «ράχη, νώτα» < λατ. dorsum «ράχη, νώτα»].