νυμφιώ

Greek Monolingual

νυμφιῶ, -άω (Α)
(για θηλ. άλογο) έχω οργασμό, γίνομαι μανιώδης για οχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. -ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. αρρωστιώ)].