νυμφομανία

Greek Monolingual

η
ιατρ. (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έξαρση του γενετήσιου πόθου, από ακόρεστη επιθυμία για συνουσία, αλλ. μητρομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nymphomanie < νύμφη + -μανία (< -μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].