το (Μ ξάναμμα) ξανάβωνεοελλ.1. έξαψη, φούντωμα2. (για τραύμα) φλεγμονή, ερεθισμός3. καθετί εύφλεκτο που χρησιμεύει για να αναφθεί φωτιά, προσάναμμαμσν.φωτιά.