ξάναμμα

Greek Monolingual

το (Μ ξάναμμα) ξανάβω
νεοελλ.
1. έξαψη, φούντωμα
2. (για τραύμα) φλεγμονή, ερεθισμός
3. καθετί εύφλεκτο που χρησιμεύει για να αναφθεί φωτιά, προσάναμμα
μσν.
φωτιά.