ξανάβω
From LSJ
και ξανάφτω
1. ανάβω εκ νέου
2. ερεθίζω, φλογίζω
3. διεγείρω, εξάπτω («τον ξάναψε η συζήτηση»)
4. διεγείρομαι, κορώνω, φουντώνω
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ξαναμμένος, -η, -ο
αναψοκοκκινισμένος, φουντωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + ανάβω / ανάφτω].