ξανθωπός

English (LSJ)

ξανθωπόν, (ὤψ) golden-looking, χροιή Opp.C.2.382; χρώς Nonn. D. 18.113.

German (Pape)

[Seite 275] von gelbem Gesicht, Ansehen, Opp. Cyn. 2, 382.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθωπός: -όν, (ὤψ) ὁ ἔχων ὄψιν ξανθήν, χαίτη Ὀππ. Κυν. 2. 382.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ξανθωπός, -ή, -όν) ξανθός
αυτός που έχει ξανθή όψη («ξανθωπὸς χρώς», Νόνν.)
νεοελλ.
αυτός που κλίνει προς το ξανθό, κάπως ξανθός.