ξαφνιάζω

Greek Monolingual

και ξαφνίζω
1. προκαλώ έκπληξη ή φόβο σε κάποιον, τρομάζω, σκιάζω
2. παθαίνω μικρό διάστρεμμα, στραμπούλισμα («με τη γυμναστική ξάφνιασα τη μέση μου»)
3. μεσ. ξαφνιάζομαι και ξαφνίζομαι
εκπλήσσομαι, σκιάζομαι, τρομάζω («ξαφνίζεται στον ύπνο μου», Βαλαωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ξαφνίζω < ἐξαφνίζω με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος. Ο τ. ξαφνιάζω < ξαφνίζω, κατά τα ρ. σε -άζω (τρομάζω)].