ξεβάφω

Greek Monolingual

1. βγάζω το χρώμα από κάτι, αποχρωματίζω («ο ήλιος μου ξέβαψε την μπλούζα»)
2. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω («ξέβαψαν τα μαλλιά μου»)
3. (σχετικά με μέταλλα) αφαιρώ με πύρωση ή άλλο τρόπο τη βαφή.