1. βγάζω το χρώμα από κάτι, αποχρωματίζω («ο ήλιος μου ξέβαψε την μπλούζα»)2. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω («ξέβαψαν τα μαλλιά μου»)3. (σχετικά με μέταλλα) αφαιρώ με πύρωση ή άλλο τρόπο τη βαφή.