Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ξεκάνω
Greek Monolingual
1.εκποιώ, ξεπουλώ («ξέκανε όλα τα οικογενειακά κειμήλια») 2.σπαταλώ, δαπανώ εξ ολοκλήρου («ξέκανε τα λεφτά του στα χαρτιά») 3.σκοτώνω κάποιον, εξοντώνω, εξολοθρεύω («ορκίστηκε να βρει τον φονιά και να τον ξεκάνει»).