και ξεκοκαλιάζω1. ξεχωρίζω τα κόκαλα από το κρέας2. τρώω όλο το κρέας ώστε να μείνουν μόνο τα κόκαλα3. μτφ. σπαταλώ απερίσκεπτα, δαπανώ αλόγιστα («ξεκοκαλίζει την περιουσία του πατέρα του»).