ξενόσπορος: -ον, ὁ ἐκ ξένης σπορᾶς ἢ φυλῆς, Γ. Πισίδ. Ἀβαρ. Πόλ. 87.
ξενόσπορος, -ον (Μ)αυτός που προέρχεται από ξένη σπορά ή φυλή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -σπόρος (< σπείρω), πρβλ. θεόσπορος].