ξοπίσω
Greek Monolingual
επίρρ.
1. εξοπίσω, από πίσω
2. διαδοχικά, στη συνέχεια («τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ' άλλο», Σολωμ.)
3. πάλι, εκ νέου, από την αρχή
4. κατόπιν, ύστερα, μετά, έπειτα («πάρε αυτό τώρα και ξοπίσω θα δούμε τί θα γίνει»)
5. φρ. «μάς πήρε ξοπίσω»
α) μάς ακολούθησε
β) μάς καταδίωξε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-οπίσω, με σίγηση του αρκτ. άτονου ε-].