ξυλεύω

English (LSJ)

cut wood, SIG685.82 (Crete, ii B. C.), IPE12.403 B (Chersonesus, iii/ii B. C.):—Med., δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται = when the oak falls, everyone cuts wood, when an oak has fallen, every man gathers wood, on the fall of an oak, every man gathers wood, when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter, one takes advantage of somebody who has lost his strength, one takes advantage of somebody who has lost his power Men.Mon.123, cf. Hsch.; cf. ξυλλείομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλεύω: κόπτωσυλλέγω ξύλα, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2561b. 81· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 123, πρβλ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ξυλεύω) ξύλον
(συν. το μέσ) ξυλεύομαι
κόβω και συλλέγω ξύλα, δενδροκοπώ («δρυός πεσούσης πᾶς ἀνήρ ξυλεύεται» — αυτός που χάνει τη δύναμη του γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε
νεοελλ.
προμηθεύομαι ξύλα.