δενδροκοπώ

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

(AM δενδροκοπῶ, -έω) δενδροκόπος
κόβω δένδρα
αρχ.
1. κόβω, καταστρέφω οπωροφόρα δένδρα και αμπέλια
2. φρ. «δενδροκοπέω χώραν» ερημώνω μια περιοχή κατακόβοντας τα δένδρα της.