-α, -ο1. ξυπνητός, άγρυπνος, αυτός που δεν κοιμάται2. μτφ. έξυπνος, ευφυής3. το αρσ. ως ουσ. ο ξύπνιοςεγρήγορση, αφύπνιση, ξύπνημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπνός + κατάλ. -ιος, κατά το σχήμα ορθός: όρθιος].