ογδόντα
Greek Monolingual
και ογδοήντα και ογδοήκοντα, οι, τα (ΑΜ ὀγδοήκοντα, Μ και ὀγδοήντα, Α ιων. και δωρ. τ. ὀγδώκοντα και ὀδώκοντα, οἱ, αἱ, τά)
(απόλ. αριθμτ. άκλ.) αριθμός ή ποσότητα που αποτελείται από οκτώ δεκάδες, 80
αρχ.
(το αρσ.) οἱ ὀγδοήκοντα
βουλευτικό σώμα στο Άργος αποτελούμενο από 80 πολίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το απόλυτο αριθμητικό ογδοήκοντα αντί του αναμενόμενου οκτώκοντα (πρβλ. λατ. octōginta, αρμ. ut΄sun, αρχ. ιρλδ. ochtmogo) έχει σχηματιστεί πιθ., κατά το ἑβδομήκοντα (βλ. λ. επτά) < θ. του τακτικού αριθμού ὄγδο-ος + -η-κοντα (πρβλ. εξήκοντα, πεντήκοντα). Ο ομηρ. και ιων. τ. ὀ(γ)δώκοντα είναι πιθανότερο να έχει σχηματιστεί από το ὀγδοήκοντα με συναίρεση παρά αναλογικά προς το ὀκτώ. Ο τ. ὀγδοήντα < ὀγδοήκοντα (πρβλ. εβδομήντα < εδδομήκοντα, εξήντα < εξήκοντα), ενώ ο τ. ογδόντα < ογδοήντα].