οικέτης
Greek Monolingual
οἰκέτης, ὁ, θηλ. οἰκέτις και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και οἰκότης)
μσν.
μτφ. ο άγιος ως υπηρέτης της εκκλησίας
αρχ.
1. δούλος που έμενε και υπηρετούσε στο σπίτι στο οποίο συχνά είχε γεννηθεί και ανατραφεί
2. (ποιητ. και ως επίθ.) σπιτικός («ἐν θεοῦ μελάθροις εἶχον οἰκέτην βίον», Ευρ.)
3. προσωνυμία του Απόλλωνος
4. στον πληθ. οἱ οἰκέται- το υπηρετικό προσωπικό
5. το θηλ. ἡ οἰκέτις και οἰκέτισσα
η κυρία του οίκου, η οικοδέσποινα («ὦ χαρίεσσα κόρα, τὸ μὲν οἰκέτις ἤδη», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κατάλ. -έτης (πρβλ. αγρέτης, φυλέτης)].