οικτρός
Greek Monolingual
-ή, -ό, θηλ. και -ά (ΑΜ οικτρός, -ά, -όν)
1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.)
2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ.)
3. (με περιφρονητική σημασία) ελεεινός, άθλιος (α. «οικτρή μετάφραση» β. «οἰκτρὰ τραγῳδία», Ευστ.)
αρχ.
αυτός που διεγείρει τον οίκτο, τη συμπάθεια («οἰκτρᾱς γόον ὄρνιθος», Σοφ.).
επίρρ...
οικτρώς και -ά (Α οἰκτρῶς και οἰκτρά)
με οικτρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκτος + επίθημα -ρος (πρβλ. αισχρός, κυδρός)].